Εφτά χρόνια μετά το θάνατό του ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα από τι πέθανε τελικά…
Το κεντρί πλησιάζει το σώμα του. Λίγο πιο κοντά, ακόμα πιο κοντά και μετά έρχεται σ’ επαφή μαζί του. Εκρέει, δυστυχώς, δηλητήριο. Ο ίδιος το εκλαμβάνει ως μήνυμα του Διαβόλου, ο οποίος αποφασίζει να δοκιμάσει την πίστη του στο Θεό. Ο σκορπιός επιτίθεται ξανά, όμως εκείνος δεν καταλαβαίνει τίποτα- αποφασίζει να συνεχίσει το οδοιπορικό του στο Άγιο Όρος μέχρι να φτάσει στη Μονή που θέλει.
Λίγες ημέρες μετά, αφότου έχει γυρίσει στην Αθήνα και στο μαγαζί που διατηρεί, η γυναίκα του τον βρίσκει νεκρό- συμπτωματικά, ήταν Μεγάλη Παρασκευή- και οι φήμες οργιάζουν.
[expander_maker more="Διαβάστε περισσότερα" less="..."]
Ήταν τα τσιμπήματα των σκορπιών που απέβησαν μοιραία ή ήταν κάτι άλλο;
Εφτά χρόνια αργότερα, το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει το θάνατο του Λεκτικού Επεξεργαστή παραμένει ένα ανεπεξέργαστο μυστικό…
Ζωή σαν (σκοτεινό) παραμύθι
Ο Ανδρέας Μαρνέζος- όπως ήταν το πραγματικό του όνομα- γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970, όμως πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στις ΗΠΑ που είχε «σύρει» την οικογένειά του ο πατέρας του («Εδώ ήταν σκηνοθέτης, εκεί για να ζήσει έκανε μέχρι και τον οικοδόμο καθώς έχασε όλα του τα λεφτά λόγω του εθισμού του στον τζόγο», θα πει ο ίδιος αργότερα σε συνέντευξή του).
Το 1980 επέστρεψε στα πάτρια εδάφη, όμως βίωσε ανηλεές bullying στο γυμνάσιο καθώς τον αποκαλούσαν «Το Αμερικανάκι» και αντιμετώπιζε προβλήματα με την ελληνική γλώσσα, την οποία δεν γνώριζε καλά.
Οι γονείς του δεν άργησαν να χωρίσουν («Ήμουν μέλος μιας άκρως προβληματικής οικογένειας») και ο Μαρνέζος έκανε να μιλήσει στους δικούς του 10+ χρόνια, όμως η μητέρα του τον πείθει να πάει στον στρατό. Το 1993 απολύεται από τη Μονάδα Υποβρύχιων Καταστροφών και μετά σειρά έχει το εξωτερικό.
Οι επόμενες σελίδες, δηλαδή, ενός αλλόκοτου παραμυθιού.
Σεκιούριτι, ατελείωτο ξύλο, Βρυξέλλες, Αγγλία, Άμστερνταμ
Πρώτος «σταθμός» της εκτός Ελλάδας- μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ- ζωής του ήταν η Αγγλία, όπου και εργάστηκε ως σεκιούριτι σε γνωστό εμπορικό κέντρο το 1991.
Μια διετία αργότερα πήγε στις Βρυξέλλες και τον έπεισαν, καθώς επρόκειτο για εύκολο χρήμα, να ξεκινήσει τις πολεμικές τέχνες και ν’ ανέβει στο ρινγκ. Ο Ανδρέας πήρε μέρος στην κατηγορία μεσαίων βαρών του Muay Thai σε 26 ημιεπαγγελματικούς αγώνες (24 νίκες με νοκ- άουτ) και το 1995 κατέκτησε το πρώτο του ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Παράλληλα με την ενασχόλησή του με το… ξύλο εργαζόταν ως φύλακας στο «φανταχτερό» καζίνο Golden Nugget και ήταν προϊστάμενος- και πάλι στον τομέα της φύλαξης- στο Club Lazile.
Η επόμενη χρονιά τον βρήκε στο Άμστερνταμ ως bodyguard υψηλά ιστάμενων προσώπων, όμως μια «ατυχής» χρηματαποστολή τον έκανε να γυρίσει και πάλι στην Ελλάδα: «Εκεί που περπατάω, βλέπω να σκάει το κεφάλι του συναδέλφου μου και σκύβω ενστικτωδώς να τον βοηθήσω. Ευτυχώς που έσκυψα και δεν γύρισα να κοιτάξω, γιατί τώρα θα ήμουν κι εγώ νεκρός. Η σφαίρα με χτύπησε στο δεξί ώμο και καρφώθηκε μέσα στο κόκαλο», ανέφερε σε μια συνέντευξή του.
Πήρε 18 εκατομμύρια δραχμές αποζημίωση (μεγάλο ποσό για την εποχή), χάρη στα οποία αγόρασε δύο σπίτια στη Μεσογείων και άνοιξε το “Barcode Tattoo”.
Και, κάπου εκεί, άρχισε η «εντός των τειχών» εκτόξευση.
Tatto, χιπ- χοπ, όπλα
Όντας, κατ’ ουσίαν, εκείνος που «απογείωσε» το piercing και τα tattoo στην Ελλάδα στα τέλη των 90s, το μαγαζί που διατηρούσε έκανε χρυσές δουλειές, κάτι που του επέτρεψε ν’ ανοίξει κατάστημα μέχρι και στο Άμστερνταμ και, κυρίως, να στραφεί στην άλλη μεγάλη αγάπη του: το χιπ- χοπ.
Υιοθετώντας την περσόνα του «Λεκτικού Επεξεργαστή», ο Μαρνέζος δημιούργησε την πρώτη underground (και, εξίσου βασικό, ανεξάρτητη) εταιρεία προώθησης χιπ-χοπ παραγωγών, την οποία ονόμασε «Λεκτικοεπεξεργαστική».
Από την εταιρία του αναδείχτηκαν αρκετοί «υποτιμημένοι» καλλιτέχνες (Εισβολέας, Θύτης, Παράξενος, ορισμένοι από αυτούς) και, φυσικά, ράπαρε και ο ίδιος με περίσσια θέρμη- μπορεί να μην είχε τις ικανότητες άλλων χιπχοπάδων, όμως το… ζούσε και αυτό φαινόταν.
Στο μεσοδιάστημα στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης στην ελεύθερη πάλη το 2003, ενώ στη συνέχεια το «γύρισε» στις Μεικτές Πολεμικές Τέχνες («Έφτανα στο σημείο να παίρνω 30.000 ευρώ τον αγώνα. Ήταν εύκολα χρήματα, οπότε γιατί να μην το κάνω;»).
Παράλληλα, ανακάλυψε έναν νέο έρωτα- τα όπλα χειρός. Σε σκοπευτικούς αγώνες στην Ιταλία, μάλιστα, το 2005, κατέκτησε τη 2η θέση στην κατηγορία του (Stock service pistols – expert), ενώ έφτασε σε τέτοιο σημείο ικανότητας που αργότερα έγινε εκπαιδευτής αστυνομικών.
Έχοντας παντρευτεί και αποκτήσει δύο παιδιά, η ζωή του Λεκτικού Επεξεργαστή πήγαινε από το καλό στο καλύτερο κι από κει- με την ταχύτητα που «φτύνουν» ρίμες οι πεπειραμένοι ράπερ-στο κάλλιστο.
Μόνο που πριν φτάσει στην κορύφωσή της, ήρθε η μοιραία σύγκρουση με το πεπρωμένο.
Η μοιραία (;) επίσκεψη στο Άγιο Όρος
Το 2011- κι αφού είχε δηλώσει πως προτίθεται να δραστηριοποιηθεί εκ νέου στο χώρο του χιπ χοπ ανακοινώνοντας νέες παραγωγές- πήγε τη Μεγάλη Εβδομάδα στο Άγιο Όρος μαζί με τους φίλους του.
Ήταν πολύ θρήσκος («Στην πορεία βρήκα τον Θεό…») και πήγαινε τακτικά στην εκκλησία, όμως η επίσκεψή του στο τρίτο πόδι της Χαλκιδικής απέβη μοιραία: έχοντας δεχτεί πολλαπλά τσιμπήματα από σκορπιούς κατά τη διάρκεια του οδοιπορικού του εκεί και αποφασίζοντας να συνεχίσει την πορεία του μέχρι το εκκλησάκι της Αγίας Ελένης, ο Ανδρέας επέστρεψε «πληγωμένος» στην Αθήνα, όπου και λίγες μέρες αργότερα ξεψύχησε- υπό αδιευκρίνιστες, πάντως, συνθήκες.
Πολλοί έκαναν λόγο τότε για εθισμό στο δηλητήριο του σκορπιού και στα τσιμπήματα από επικίνδυνα έντομα, άλλοι ισχυρίζονταν πως η νεκροψία του έδειξε πως υπήρχε η ψυχοτροπική ουσία ADHD-121 σε μεγάλο βαθμό στο αίμα του (ο Λεκτικός Επεξεργαστής είχε παραδεχτεί ανοιχτά πως παλαιότερα ήταν εθισμένος στα ναρκωτικά, όμως η συγκεκριμένη ουσία συναντάται και στο σπάνιο είδος σκορπιού που ευδοκιμεί στο Άγιο Όρος), ενώ υπήρχε διχογνωμία ακόμα και για το αν βρέθηκε νεκρός στο σπίτι ή στο μαγαζί του.
Ολ’ αυτά, βέβαια, ελάχιστη σημασία έχουν- δεν υπάρχει σαφής απάντηση ακόμα και σήμερα για το λόγο που προκάλεσε το θάνατό του.
Εκείνο που μετράει είναι πως «έφυγε» μόλις στα 41 του…
Χρυσαυγίτης και φασίστας ή απλά πολύ μπροστά από την εποχή του;
Το πρόσωπό του είχε τατουάζ με όπλα- όπως και το στήθος του και η κοιλιά του. Τα Cage Fights και οι αγώνες σκοποβολής, τα όσα έλεγε κατά καιρούς («Δυστυχώς η Αθήνα τα επόμενα χρόνια θα είναι ένα μπάσταρδο καζάνι ξένων ανθρώπων. Έχουν έρθει αρρώστιες που δεν υπήρχαν και μας ήταν άγνωστες από Νιγηρίες, Πακιστάν, Ινδίες, γίνεται χαμός…»), οι στίχοι των τραγουδιών του- όλα- παρέπεμπαν ευθέως σε ιδέες και συμπεριφορές της αποκρουστικής Χρυσής Αυγής.
Ο Λεκτικός Επεξεργαστής, ωστόσο, αρνείτο ξανά και ξανά πως είναι Χρυσαυγίτης («Δε δίνω δεκάρα για τον Χίτλερ και όλες αυτές τις μ@@@ες»), τονίζοντας πως… διετέλεσε skinhead «για τη φάση».
Ο Μαρνέζος είχε, όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς, φανατικούς υποστηρικτές και ορκισμένους «εχθρούς». Άνθρωποι υποκλίνονταν στο ταλέντο του στα τατού και τη ραπ, στο γεγονός πως ήταν- αδιαμφισβήτητα- επιτυχημένος με όλα όσα καταπιάστηκε (μποξ, ελεύθερη πάλη, σκοποβολή, μαγαζιά, ραπ), ενώ στον αντίποδα τον κατηγορούσαν για πλειάδα… παραπτωμάτων.
Σε όποια πλευρά κι αν στέκει κανείς, ωστόσο, υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει: τα πάντα για τον Λεκτικό Επεξεργαστή είναι, πια, γραμμένα σε παρελθοντικό χρόνο…
Γράφει ο Θάνος Ιατρόπουλος/menshouse.gr
[/expander_maker]