«Ζήτησα πολλά από τους Έλληνες, αλλά αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν προς το συμφέρον τους», δηλώνει ο Πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου και πρώην υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και εκφράζει την πεποίθηση ότι ο κίνδυνος μετάδοσης κρίσης από μια χώρα της Ευρωζώνης σε άλλες έχει ξεπεραστεί.
«Ως υπουργός Οικονομικών ζήτησα πολλά από τους Έλληνες - αλλά αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν προς το συμφέρον των Ελλήνων, εφόσον ήθελαν να παραμείνουν στην Ευρωζώνη», δηλώνει ο κ. Σόιμπλε σε συνέντευξή του στην Berliner Morgenpost, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το εάν η κρίση της Ευρωζώνης έχει πλέον αποκλιμακωθεί.
googletag.cmd.push(function() { googletag.display("div-gpt-ad-1539094545114-0"); });«Ο κίνδυνος μετάδοσης (σ.σ. οικονομικής κρίσης) έχει ξεπεραστεί. Πείσαμε τους επιφυλακτικούς, οι οποίοι πίστευαν ότι με το ευρώ δεν μπορούν ποτέ να λειτουργήσουν τα πράγματα. Αλλά δεν έχουμε ακόμη επιλύσει το θεμελιώδες πρόβλημα της Νομισματικής Ένωσης: ένα κοινό νόμισμα απαιτεί σε βάθος χρόνου κοινή πολιτική στα δημοσιονομικά, στην οικονομία, στην αγορά εργασίας. Οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα των μεμονωμένων χωρών μάλλον αυξήθηκαν, παρά μειώθηκαν. Αυτό είναι ένα πρόβλημα το οποίο δεν μπορούμε να λύσουμε σε ολόκληρη την Ευρώπη με τα σημερινά εργαλεία», εκτιμά, αλλά απορρίπτει το συμπέρασμα της έρευνας που διενήργησε το Κέντρο του Φράιμπουργκ για την Ευρωπαϊκή Πολιτική, ότι η Γερμανία είναι ο ξεκάθαρος κερδισμένος του κοινού νομίσματος, ενώ οι Γάλλοι και κυρίως οι Ιταλοί οι χαμένοι.
«Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος», δηλώνει ο κ. Σόιμπλε, όπως μεταδίδει η ανταποκρίτρια του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, και προσθέτει ότι η πλειοψηφία των οικονομολόγων έχει ανάλογη άποψη.
«Η Γερμανία ωφελήθηκε βεβαίως ιδιαίτερα από την κοινή αγορά και το κοινό νόμισμα, μέσω της σχετικής ισχύος της οικονομίας της. Χώρες όπως η Ιταλία απολαμβάνουν όμως επίσης πλεονεκτήματα, για παράδειγμα μέσω σαφώς χαμηλότερων επιτοκίων. Σε ό,τι αφορά την Γαλλία, πρέπει να δούμε την κατάσταση διαφορετικά. Δεν πιστεύω όμως ότι η Νομισματική Ένωση σήμαινε μεγάλα μειονεκτήματα για την Γαλλία», καταλήγει.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ