Το μητρικό άγχος πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ενδέχεται να επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία του βρέφους και να το καθιστά ευάλωτο στο άγχος μελλοντικά, σύμφωνα με νέα έρευνα που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου King"s College.
Η συγκεκριμένη έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Biological Psychiatry, είναι η πρώτη που διερεύνησε τη σχέση μεταξύ μητρικού άγχους και ανάπτυξης του εγκεφάλου σε 251 πρόωρα βρέφη.
Διαπιστώθηκε μια μείωση στην ανάπτυξη νευρικών ινών της λευκής ουσίας στα βρέφη των οποίων οι μητέρες είχαν βιώσει άγχος κατά την προγεννητική περίοδο
Οι μητέρες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο κλήθηκαν να αναφέρουν γεγονότα ζωής που είχαν βιώσει κατά την εγκυμοσύνη και τους προκαλούσαν άγχος. Αυτά μπορεί να κυμαίνονταν από απλό άγχος για τα ζητήματα της καθημερινότητας έως σοβαρά τραυματικά γεγονότα ζωής, όπως πένθος από την απώλεια αγαπημένου προσώπου, χωρισμός ή διαζύγιο. Οι ερευνητές κατέληγαν σε έναν δείκτη εκτίμησης άγχους για την κάθε μητέρα ο οποίος προέκυπτε από τον αριθμό των στρεσογόνων γεγονότων που αυτές είχαν βιώσει σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα του κάθε παράγοντα και μπορούσε να πάρει τιμές από 0 έως 270.Οι ίδιοι χρησιμοποίησαν μια ιατρική μέθοδο απεικόνισης του εγκεφάλου προκειμένου να διερευνήσουν τυχόν αλλαγές στις νευρικές ίνες της λευκής ουσίας. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η λευκή ουσία συνδέεται με τις αγχώδεις διαταραχές, ενήλικες με τέτοια προβλήματα είναι πιο πιθανό να παρουσιάσουν αλλαγές στη λευκή ουσία.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ενδέχεται οι ορμόνες άγχους των μητέρων να περνούν στα βρέφη καθώς φτάνουν στη μήτρα. Η υπόθεση αυτή έχει επιβεβαιωθεί καθώς φαίνεται ότι η κορτιζόλη διαπερνά τον πλακούντα με αποτέλεσμα τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης να γεννιούνται με αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης και νορεπινεφρίνης και μειωμένα επίπεδα ντοπαμινης και σεροτονίνης, δύο ορμόνες που χαρακτηρίζονται ως «ορμόνες τις ευτυχίας» και η έλλειψή τους διαδραματίζει καίριο ρόλο στην εμφάνιση κατάθλιψης.
Ο Τζέιμς Φίντον, λέκτορας ψυχολογίας στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου King"s College, μιλώντας για την μελέτη υπογραμμίζει ότι αυτή αναδεικνύει τη σοβαρότητα του μητρικού άγχους κατά την εγκυμοσύνη σε ό,τι αφορά την υγεία των απογόνων.
«Η λευκή ουσία στον εγκέφλαο των βρεφών ήταν τροποποιημένη στις περιπτώσεις που οι μητέρες είχαν βιώσει άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και λιγο πριν τη γέννηση», δήλωσε η Αλεξάντρα Λοταρέσκου επικεφαλής ερευνήτρια του Πανεπιστημίου του Λονδίνου King"s College.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύει τη σημασία παροχής στήριξης στις μέλλουσες μητέρες σε ψυχολογικό επίπεδο. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η Γνωστική - Συμπεριφορική Θεραπεία μπορεί να μετριάσει τις επιπτώσεις αυτού του άγχους στα βρέφη.
Η Λοταρέσκου υποστηρίζει ότι το μητρικό άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν «διαγινώσκεται» τόσο συχνά όσο θα έπρεπε, γεγονός που μπορεί να έχει δυσμενείς συνέπειες στην ανάπτυξη του εγκεφάλου των βρεφών, συνθήκη που θα μπορούσε να τα επηρεάσει μελλοντικά.
Η ίδια προσθέτει: «Κανείς δεν ρωτάει αυτές τις γυναίκες για το άγχος τους και έτσι δεν λαμβάνουν την στήριξη που έχουν ανάγκη».
Η Λοταρέσκου καλεί τις υπηρεσίες υγείας να αντιληφθούν τη σημασία παροχής στήριξης στις μέλλουσες μητέρες που βιώνουν άγχος, καθώς, ορισμένες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν όχι μόνο τις ίδιες αλλά και να αναστείλουν την έκπτωση της ανάπτυξης του εγκεφάλου των βρεφών, προσφέροντας τους συνολικά βελτιωμένη υγεία.
Η κακή ψυχική υγεία των εγκυμονούσων γυναικών έχει συνδεθεί με πλήθος προβλημάτων στα βρέφη, όπως μικρότερο βάρος γένησης και πρόωρο τοκετό αλλά και συμπεριφορικές αλλαγές όπως πιο συχνό κλάμα.
Οι ερευνητές φιλοδοξούν να μελετήσουν το πώς οι αλλαγές αυτές στον εγκέφαλο των βρεφών μπορεί να έχει επιπτώσεις στη ζωή τους μελλοντικά.